• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
make money v expr (make a profit)βγάζω χρήματα, κερδίζω χρήματα περίφρ
  βγάζω λεφτά, κερδίζω λεφτά περίφρ
 With each ticket we sell, we make money.
 Με κάθε εισιτήριο που πουλάμε, κερδίζουμε χρήματα.
 Με κάθε εισιτήριο που πουλάμε, κερδίζουμε λεφτά.
make money v expr (earn a living)βγάζω τα προς το ζην, κερδίζω τα προς το ζην έκφρ
  (μεταφορικά, καθομ)βγάζω το ψωμί μου έκφρ
 She couldn't get a job in the theatre and was forced to make money doing TV commercials.
 Δεν μπορούσε να βρει δουλειά στο θέατρο και για να βγάλει τα προς το ζην αναγκάστηκε να κάνει διαφημιστικά για την τηλεόραση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'make money' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση make money στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «make money».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!